ἀρχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχικός — ή, ό (AM ἀρχικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος αρχ. 1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα 2. ο κατάλληλος για να κυβερνά 3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής 4. ο ανώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός] … Dictionary of Greek
αρχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι ικανός ή θέλει να εξουσιάζει, να άρχει, ο δεσποτικός: Ήταν τύπος αρχικός. 2. αυτός που βρίσκεται (χρονικά ή τοπικά) στην αρχή: Αρχικό γράμμα μιας λέξης είναι αυτό με το οποίο αυτή αρχίζει. – Αρχική έκδοση ενός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχικά — ἀρχικός of neut nom/voc/acc pl ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc/acc dual ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικώτερον — ἀρχικός of adverbial comp ἀρχικός of masc acc comp sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτάτων — ἀρχικός of fem gen superl pl ἀρχικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτέραις — ἀρχικός of fem dat comp pl ἀρχικωτέρᾱͅς , ἀρχικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτέρων — ἀρχικός of fem gen comp pl ἀρχικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικῶν — ἀρχικός of fem gen pl ἀρχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικόν — ἀρχικός of masc acc sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικώτατα — ἀρχικός of adverbial superl ἀρχικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)